- ἀπωσμός
- -οῦ ὁ N 2 0-0-0-1-0=1 Lam 1,7repulsion; *Lam 1,7 καὶ ἀπωσμῶν αὐτῆς and her rejection-דרה or ומדוחיה? for MT ומרודיה רוד and her homelessness; neol.Cf. ALBREKTSON 1963, 60
Lust (λαγνεία). 2014.
Lust (λαγνεία). 2014.
ἀπωσμός — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπωσμῶν — ἀπωσμός masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπωσμῷ — ἀπωσμός masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπωσμόν — ἀπωσμός masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμπωσμός — ο η αμπωσιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. ἀπωσμός] … Dictionary of Greek